- δολιχοκέφαλος
- -η, -οαυτός που έχει δολιχοκεφαλία, ο μακροκέφαλος. Αντίθ. βραχυκέφαλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δολιχοκέφαλος — Αυτός που έχει μακρόστενο κρανίο (από το αρχαιοελληνικό δολιχός = μακρύς). Ειδικότερα, δ. χαρακτηρίζεται αυτός που έχει κεφαλικό δείκτη (η σχέση μεταξύ μέγιστου πλάτους και μήκους του κεφαλιού σε εκατοστά) μικρότερο από 79. Ένα κρανίο με αυτές… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
υπερδολιχοκέφαλος — η, ο, Ν ανθρωπολ. αυτός που εμφανίζει υπερδολιχοκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperdolichocephal < υπερ * + δολιχοκέφαλος] … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
βραχυκέφαλος — η, ο αυτός που το κεφάλι του έχει το ίδιο σχεδόν μήκος και πλάτος, αντίθ. δολιχοκέφαλος: Οι Μογγόλοι είναι βραχυκέφαλη φυλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)